- διχοτόμους
- διχότομοςmasc/fem acc plδιχοτόμοςcutting in twomasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καμπύλη — Ο όρος χρησιμοποιείται ως συνώνυμος του όρου γραμμή και όχι ως προσδιοριστικό του είδους της γραμμής που μελετάται. Κ. νοείται το σύνολο των θέσεων ενός σημείου που κινείται μέσα στον χώρο. Ειδικότερα, μια κ. μπορεί να είναι ευθεία είτε όχι,… … Dictionary of Greek
υπερβολή — Είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, τα οποία έχουν σταθερή διαφορά αποστάσεων από δύο δοθέντα σημεία του επιπέδου (εστίες). Η υ. είναι κωνική καμπύλη, προέρχεται, δηλαδή, από την τομή ενός επιπέδου με έναν κώνο και παριστάνεται… … Dictionary of Greek
αρκευθόβιο — (arceuthobium). Γένος παρασιτικών ποωδών φυτών της οικογένειας των λωρανθιδών, ιθαγενές όλων των περιοχών της υδρογείου εκτός της Αυστραλίας. Από τα περίπου 15 είδη του γένους, το α. το οξυκέδρο υπάρχει στην Ελλάδα, παρασιτώντας πάνω στα διάφορα… … Dictionary of Greek